εὐμετακίνητον

εὐμετακίνητον
εὐμετακίνητος
easily moved
masc/fem acc sg
εὐμετακίνητος
easily moved
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ευμετακίνητος — η, ο (ΑΜ εὐμετακίνητος, ον) αυτός που μετακινείται ή μεταβάλλεται εύκολα, ο ευμετάθετος αρχ. 1. αυτός που διασκορπίζεται, που διαλύεται, που τρέπεται εύκολα σε φυγή 2. το ουδ. ως ουσ. τό εὐμετακίνητον η έλλειψη σταθερότητας, το ευμετάβλητο.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”